-
1 ἀργυρόω
A to cover with silver,ὀστέον Dialex.2.13
;βωμόν IG3.899.4
: —[voice] Pass., to be silvered, silver-plated,ῥύπος ἠργυρωμένος Men.Mon. 469
; ἀργυρούμενα ἢ ἐνηργυρωμένα σκεύη Timae.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.97.4.II metaph. of persons, ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις rewarded with silver wine-cups, Pi.N.10.43; also ἀοιδαὶ ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα songs with silvered brow, i.e. mercenary, Id.I.2.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυρόω
-
2 ἀοιδά
1 song ἰανθεὶς ἀοιδαῖς (sc. Ζεύς) O. 2.13θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.10
ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς O. 4.3
ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς O. 6.7
ἐσσὶ γὰρ γλυκὺς κρατὴρ ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν sc. Aineas, the chorus leader O. 6.91πόλιν μαλεραῖς ἐπιφλέγων ἀοιδαῖς O. 9.22
καλὰ ἔρξαις ἀοιδᾶς ἄτερ O. 10.91
μακρότεραι Τερψίᾳ θ' ἕψοντ Ἐριτίμῳ τ ἀοιδαί O. 13.42
ἅλικες οἶα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς P. 3.19
ἁ δ' ἀρετὰ κλειναῖς ἀοιδαῖς χρονία τελέθει P. 3.114
φορμιγκτὰς ἀοιδᾶν πατὴρ Ὀρφεύς P. 4.176
τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.103
κρηπῖδ' ἀοιδᾶν ἵπποισι βαλέσθαι P. 7.3
ἐμὲ δοὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος P. 9.103
τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν P. 10.57
ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.7
πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.78
ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.2
παροιχομένων γὰρ ἀνέρων, ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (Pauw: ἀοιδοί codd., pap.) N. 6.30νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.49
λύρα δέ σφι βρέμεται καὶ ἀοιδά N. 11.7
μελιγδούποισι δαιδαλθέντα μελιζέμεν ἀοιδαῖς ( μελίζεν ἀοιδαῖς coni. Pauw.) N. 11.18Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν περιστέλλων ἀοιδὰν γαρύσομαι I. 1.33
οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.8
οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.32
( φάμα) ἅ τε ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (Σ, Tric.: ἀοιδάν, ἀοιδῶν codd.) I. 4.27μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων I. 5.24
εἴη δὲ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.9
τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶἔλιπον ( τι λίπον Schr. coni.: ἐπέλιπον Snell) I. 8.56 ἄρδοντ' ἀοιδαῖς fr. 6b. f. ]ἀοιδαῖς ἐν εὐπλε[κέσσι Pae. 3.12
ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς (sc. Αἴγινα) Πα.. 12. λτ;ἐν ἀοιδᾷ> (supp. Snell e Σ pap.: fort. v. l.) Πα. 1. 2. ἀέ]ξετ' ἔτι, Μοῖσαι, θάλος ἀοιδᾶν[ Δ. 1. 1. ]εες τ ἀοιδαί[ Δ. 3. 1. ἰοδέτων λάχετε στεφάνων τᾶν τ ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν, Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ ἀοιδᾶν δεύτερον ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν fr. 75. 8. σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς Παρθ. 2. 1. ἀνδρὸς δ οὔτε γυναικὸς χρή με λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον (i. e. song for a man) Παρθ. 2. 3. [ἀοιδᾷ (coni. Bergk: οἶδα codd.) fr. 107b. 1.] πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι καλλίσταις ἀοιδαῖς fr. 121. 2. ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω fr. 124. 1. ἔντι μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες Θρ. 3. 1. ἀοιδ[ὰν κ]αὶ ἁρμονίαν αὐλ[οῖς ἐ]πεφράς[ατο (supp. Schr.) fr. 140b. 2. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141. κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς ἱεραῖσιν ἀοιδαῖς fr. 194. 1. c. gen., εἰ — (sc. καλὰ ἔργα)εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς N. 7.16
θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ πρόσφορος ( καύχαις coni. Benedictus) N. 9.7 πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 1. pro pers.,αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι N. 4.3
[dub. ex., v. μιμνᾴσκω frag.] -
3 πρόσωπον
Aπροσώπατα Od.18.192
, AP5.230 (Maced.), Opp.C.1.419, etc.; dat.προσώπασι Il.7.212
: a masc. nom. πρόσωπος is cited from Pl.Com.250:— face, countenance (cf. μέτωπον), Hom., always in pl., even of a single person, Il.7.212, 18.414, Od.19.361, al. (exc. Il.18.24), and so in Hes. Op. 594 (v.l. -πον), S.Fr.871.6(v.infr.), El. 1277(lyr.), OC 314, X.An. 2.6.11(dub.), AP9.322 (Leon.): sg. in h.Hom.10.2,31.12, and usu. in later writers;π. κλιθὲν προσώπῳ Simon.37.12
;εἰς π. βλέπειν E. Hipp. 280
; ἐς π. τινὸς ἀφικέσθαι come before him, ib. 720;π. πρός τινα στρέφειν Id.Ph. 457
;οὐκ ὄψεσθε τὸ π. μου LXXGe.43.3
, cf. UPZ 70.5 (ii B.C.); κατὰ πρόσωπον in front, facing, Th.1.106, X.Cyr.1.6.43, etc.; τὴν κατὰ π. τῆς ἀντίας φάλαγγος τάξιν ib.6.3.35; κατὰ π. Αἰγύπτου facing, fronting Egypt, LXX Ge.25.18; opp. κατὰ νώτου, Plb. 1.28.9; κατὰ π. ἄγειν, opp. κατὰ κέρας ὑπεραίρειν, Id.11.14.6, etc.; κατὰ π. in person,ἡ κατὰ π. ἔντευξις Plu.Caes.17
; κατὰ π. παραμυθήσασθαι, opp. διὰ τοῦ ψαφίσματος, IG42(1).86.22 (Epid.); soκατὰ πρόσωπα Eudox. Ars11.21
; also πρὸς τὸ π. X.Cyn.10.9; ἐπὶ προσώπου Ἰεριχώ in front of Jericho, LXX De.34.1;ἔρρ' ἐκ προσώπου Herod. 8.59
;ἀπὸ π. τῆς γῆς LXXAm.9.8
; βλέπειν εἰς π. τινός regard his countenance, Ev.Matt.22.16: usu. of the face of man or God, asλειτουργῶν τῷ π. Κυρίου LXX 1 Ki.2.11
; οἱ ἄρτοι τοῦ π., of shewbread, ib.21.6: of the ibis, Hdt.2.76; of dogs,ἀπὸ τῶν π. φαιδραί X.Cyn.4.2
; of horses, Arist.HA 631a5; of deer, ib. 579a2; of fish, Anaxandr. 30,33.16; face of the moon, S.Fr.871.6 (pl.), Plu.2.920b: metaph.,ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα.. ἀοιδαί Pi.I.2.8
.2 front, façade, Id.P.6.14, cf. E. Ion 189 (lyr., pl.); κατὰ π. τοῦ ἱεροῦ, τῆς νεώς, PPetr.3p.2 (iii B.C.), Ach.Tat.3.1,2;τιθέναι τὰς φιάλας ἐπὶ πρόσωπον Asclep.Myrl.
ap.Ath.11.501d.II one's look, countenance, A.Ag. 639, 794 (anap., pl.), Eu. 990 (anap., pl.), etc.; οὐ τὸ σὸν δείσας π. S.OT 448: metaph.,φαίνοισα π. Ἀλάθεια Pi.N.5.17
.2 Astrol., decan considered as the domain of a planet, ἐν ἰδίοις π. Vett.Val.62.21, Paul. Al.C.2.III = προσωπεῖον, mask, D.19.287 (- εῖον is v.l.), Arist. Po. 1449a36, b4, Pr. 958a17, Dsc.3.144 (v.l.), Poll.2.47;π. ὑπάργυρον κατάχρυσον IG12.276.6
, cf. 42(1).102.58,68 (Epid., iv B.C.), Clara Rhodos 6/7.428; ὀθόνινον π. prob. in Pl.Com.142;π. περίθετον Aristomen.5
; of the Roman imagines, Plb.6.53.5; bust or portrait, Sammelb.5221, OGI432.1 (Naksh-i-Rustam, iii A.D.).2 dramatic part, character, Phld.Rh.1.199S., Arr.Epict.1.29.45 and 57; κωφὸν π. Cic.Att.13.19.3; character in a book, τὸ τῆς Ἑλλάδος ὄνομα καὶ π. Plb.8.11.5; τὸ τοῦ Ὀδυσσέως π. Id.12.27.10, cf. Phld.Po.5.32; also ἀστοχεῖν τοῦ π., of an author, Callisth.44J.;ἐπὶ προσχήματι καὶ π. δικαστῶν Ael.Fr. 168
.IV person, Phld.Rh.1.52S. (pl.);ἀδίκως μὴ κρῖνε πρόσωπον Ps.-Phoc.10
; προσώπῳ, οὐ καρδίᾳ in person, in bodily presence, 1 Ep.Thess.2.17, cf. 2 Ep.Cor.5.12; ποιεῖν or πληροῦν τὸ π. τινός to represent a person, PRein.56.30 (iv A.D.), Sammelb. 6000ii 12 (vi A.D.); λαμβάνειν π. τινός admit a person to one's presence,εἰ προσδέξεταί σε, εἰ λήψεται πρόσωπόν σου LXXMa.1.8
; hence, = προσωποληπτεῖν, Ev.Luc.20.21, Ep.Gal.2.6; μὴ ἀποστρέψῃς τὸ π. μου, i.e. do not reject my prayer, LXX 3 Ki.2.20; θαυμάσαι π. ἀσεβοῦς ib.Pr.18.5; ὁ θεὸς ὁ μέγας.., ὅστις οὐ θαυμάζει π. οὐδὲ οὐ μὴ λάβῃ δῶρον ib.De.10.17.3 Gramm., person, D.T.638.4,A.D.Pron.3.12, etc.; γυναικεῖα π. Alex.Trall.2.4 π. πόλεως a feature of the city, of a person, Cic.Fam.15.17.2.5 f.l.in Zeno Stoic.1.23 (cf.Nicol.Prog.p.4 F.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσωπον
-
4 ἀργυρόω
1 besilver Σικυωνόθε δ' ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις ἀπέβαν (ἀργυραῖς φιάλαις τιμηθέντες. Σ.) N. 10.43 οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (ἀπὸ τοῦ τοὺς γράφοντας ἀργύριον λαμβάνειν. Σ.) I. 2.8 -
5 πρόσωπον
πρόσωπον (-ον, -ου, -ον; -α acc.)a face οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (v. l. ἀτρεκές ap. Stobaeum) N. 5.17 οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόραςἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.8
b facade met., of the prelude to an odeἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.3
φάει δὲ πρόσωπον ἐν καθαρῷ νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ P. 6.14
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский